- προστάτισσα
- η, ΝΜβλ. προστάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιτρόπισσα — ἐπιτρόπισσα, ἡ (θηλ. τού επίτροπος) (Μ) 1. η επίτροπος 2. η προστάτισσα … Dictionary of Greek
λιμενοσκόπος — Προσωνυμία της Εκάτης, την οποία θεωρούσαν φύλακα και προστάτισσα των λιμανιών. Με την ίδια προσωνυμία λατρευόταν ο Δίας και ο Απόλλων σε διάφορες πόλεις, ως προστάτες των λιμανιών τους. * * * λιμενοσκόπος, ον (Α) (επίκληση τού Διός, τής… … Dictionary of Greek
προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… … Dictionary of Greek
σαίς — Αρχαία πόλη της Αιγύπτου στο Δέλτα Α. του Νταμανχούρ, η σημερινή Σα ελ Χαγ κάρ. Σύμφωνα με την παράδοση χτίστηκε σε προϊστορική εποχή από Αθηναίους αποίκους, που έφεραν εκεί τη λατρεία της Αθηνάς. Τότε άκμαζε στην πόλη η βιομηχανία των λινών… … Dictionary of Greek
φανίζομαι — ΝΜ νεοελλ. 1. (κυρίως στην ποίηση) εμφανίζομαι («τη νύχτα μού φανίστηκε στ όνειρό μου η προστάτισσά μου», Κ. Βάρναλης) 2. (στον Ερωτόκρ.) (κυρίως σε φρ. ως τριτοπρόσ.) «μού φανίστη» μού φάνηκε, νόμισα μσν. εμφανίζομαι ως..., προσποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… … Dictionary of Greek
Νεκχμπέτ — θεότητα της αρχαίας αιγυπτιακής πόλης Ελ Καμπ, που βρισκόταν στα Ν του σημερινού Λούξορ, 85 χλμ. από αυτό. Η Ελ Καμπ, της οποίας σώζονται σημαντικά ερείπια, ήταν σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο, χάρη κυρίως στη λατρεία της N., που εικονιζόταν με… … Dictionary of Greek
πατρόνα — η (λ. ιταλ.), οικοδέσποινα, ιδιοκτήτρια καταστήματος, ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής, προστάτισσα, αφέντισσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)